- δυσχορηγητος
- δυσχορήγητοςδυσ-χορήγητος2(из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσχορήγητος — δυσχορήγητος, ον (Α) (για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός … Dictionary of Greek
δυσχορήγητον — δυσχορήγητος difficult to stage masc/fem acc sg δυσχορήγητος difficult to stage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)